περίοιστος

περίοιστος
περίοιστ-ος, ον,
A mobile, of warengines, IG22.468.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περίοιστος — ον, Α (για πολεμική μηχανή) αυτός που μπορεί να μετακινηθεί στη γύρω περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οἰστός, ρηματ. επίθ. τού φέρω] …   Dictionary of Greek

  • περιοιστικός — ή, όν, Α [περίοιστος] φορητός, κουβαλητός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”